Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bassin bassins

bassin (fr)αρσενικό

  1. λεκάνη, σκάφη
  2. (ανατομία) πύελος
  3. (γεωγραφία) λεκανοπέδιο
  4. δεξαμενή ενός ναυπηγείου

Συγγενικά

επεξεργασία

Αλλόγλωσσα παράγωγα

επεξεργασία