Μετάβαση στο περιεχόμενο

εφάπαξ

Από Βικιλεξικό

Επίρρημα

[επεξεργασία]

εφάπαξ

  1. μια μόνο φορά
  2. σε μία δόση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εφάπαξ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]