μαορί
Εμφάνιση
(Ανακατεύθυνση από μάορι)
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαορί < από τη λέξη της γλώσσας: māori (κοινός, κανονικός)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαορί άκλιτο (προφορά: μαάορι)
- (γλώσσα) των ιθαγενών Μάορι (γνωστή ως Māori ή Te Reo Māori ή Te Reo). Είναι μία από τις τρεις επίσημες γλώσσες της Νέας Ζηλανδίας. Ανήκει στην ανατολική πολυνησιακή γλωσσική ομάδα και έχει στενή συγγενική σχέση με τα μαορί των Νήσων Κουκ και τα ταϊτιανά.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- κωδικός γλώσσας: mi