πρόσθιο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πρόσθιο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πρόσθιος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πρόσθιο ουδέτερο
- το στυλ κολύμβησης στο οποίο οι αθλητές κινούνται συνεχώς μπρούμυτα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]πρόσθιο