Μετάβαση στο περιεχόμενο

žena

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

žena (bs)


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
ονομαστική žèna žène
γενική žènē žénā
δοτική žèni žènama
αιτιατική žènu žène
κλητική žȅno žȅne
τοπική žèni žènama
οργανική žènom žènama

žena (hr)


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

žena (sr)

  • λατινική γραφή του жена

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

žena (sk) θηλυκό

  1. η γυναίκα
     συνώνυμα: baba (προφορικό)
  2. η σύζυγος

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

žena (cs) θηλυκό

  1. η γυναίκα