Μετάβαση στο περιεχόμενο

Schnitt

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Schnitt die Schnitte
γενική des Schnitts
Schnittes
der Schnitte
δοτική dem Schnitt
Schnitte
den Schnitten
αιτιατική den Schnitt die Schnitte

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Schnitt (de) αρσενικό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • im Schnitt: κατά μέσο όρο



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Schnitt < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Schnitt αρσενικό ή θηλυκό

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023