Μετάβαση στο περιεχόμενο

agate

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
agate agates

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈæɡ.et/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

agate (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
agate < από το όνομα του ποταμού Achates, στη Σικελία, όπου βρέθηκε το πέτρωμα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ɡat/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

agate (fr) θηλυκό

  1. (ορυκτολογία) είδος χαλαζία, συνονθύλευμα από διάφορα είδη από διο��είδιο του πυριτίου, που γυαλίζει τέλεια και αλλάζει χρώμα
    Les agates orientales sont les plus estimées.
  2. agate herborisée : αχάτης μέσα στο οποίο βρίσκονται στοιχεία που θυμίζουν την όψη των δενδρυλλίων, των θάμνων ή των κλαδιών
  3. (τέχνη) κάθε κατασκεύασμα από αχάτη
    Un beau cabinet d’agates.
    La plus belle agate connue est celle du cabinet des antiques à la Bibliothèque nationale de paris : elle représente la glorification de Germanicus et elle a 32 centimètres de hauteur.
  4. εργαλείο μέσα στο οποίο βρίσκεται δεμένος ένας αχάτης και το οποίο χρησιμεύει στο μαύρισμα του χρυσού