bra
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- bra < brassiere
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bra (en)
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- bra < brother
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bra (en)
- (προσφώνηση) φίλε, αδερφέ