Μετάβαση στο περιεχόμενο

coast

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
coast coasts

coast (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • (γεωγραφία) η ακτή
      They sailed near the coast.
    Έπλευσαν κοντά στις ακτές.
      We are five miles off the coast.
    Είμαστε πέντε μίλια από την ακτή.
      The village is on the coast.
    Το χωριό είναι στην ακτή.
     συνώνυμα: shore
ενεστώτας coast
γ΄ ενικό ενεστώτα coasts
αόριστος coasted
παθητική μετοχή coasted
ενεργητική μετοχή coasting

coast (en)

  1. (αμετάβατο) κυλώ, για ένα όχημα που κινείται γρήγορα και ομαλά, χωρίς να καταναλώνει πολλή ενέργεια
      We were coasting down/along the new road.
    Κυλούσαμε μαλακά στο νέο δρόμο.
  2. (αμετάβατο, ναυτικός όρος) παραπλέω