Μετάβαση στο περιεχόμενο

convincing

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός convincing
συγκριτικός more convincing
υπερθετικός most convincing

convincing (en)

  • πειστικός
      Her forensic reasoning was convincing.
    Ο δικανικός της λόγος ήταν πειστικός.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

convincing (en)