Μετάβαση στο περιεχόμενο

forested

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός forested
συγκριτικός more forested
υπερθετικός most forested

forested (en)

  • δασωμένος
      The sides of the mountain were forested.
    Οι πλαγιές του βουνού ήταν δασωμένες.