Μετάβαση στο περιεχόμενο

garden

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
garden gardens

garden (en)

  • ο κήπος
      This sunny room has a beautiful view of the garden.
    Αυτό το ηλιόλουστο δωμάτιο έχει όμορφη θέα του κήπου.

Συγγενικά

[επεξεργασία]
ενεστώτας garden
γ΄ ενικό ενεστώτα gardens
αόριστος gardened
παθητική μετοχή gardened
ενεργητική μετοχή gardening

garden (en)

  • κηπεύω, ασχολούμαι με την κηπουρική