Μετάβαση στο περιεχόμενο

grab

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας grab
γ΄ ενικό ενεστώτα grabs
αόριστος grabbed
παθητική μετοχή grabbed
ενεργητική μετοχή grabbing

grab (en)

  1. (μεταβατικό) αρπάζω, σφίγγω, πιάνω, παίρνω ή κρατάω κάποιον ή κάτι με το χέρι σου ξαφνικά ή τραχιά
      She grabbed the pistol and fired.
    Άρπαξε το πιστόλι και πυροβόλησε.
      He grabbed the thief by the collar.
    Άρπαξε τον κλέφτη από το γιακά.
      He grabbed my arm.
    Μου άρπαξε το μπράτσο.
      He grabbed the rope.
    Έσφιξε το σχοινί.
      She grabbed my hands.
    Μου έπιασε τα χέρια.
      He grabbed the guitar and started to play.
    Έπιασε την κιθάρα και άρχισε να παίζει.
     συνώνυμα:  seize, snatch και take,  και δείτε τη λέξη grasp
  2. (μεταβατικό) πάω για κάτι, έχω ή παίρνω κάτι γρήγορα, ειδικά επειδή βιάζομαι
      Do you want to grab a cup of coffee over the weekend?
    Θέλεις να πάμε για έναν καφέ το Σαββατοκύριακο;