Μετάβαση στο περιεχόμενο

guilt

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

guilt (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η ενοχή, το συναίσθημα όταν εμείς οι ίδιοι αποδοκιμάζουμε και επικρίνουμε πράξη μας, συμπεριφορά μας κτλ.
      He was tormented by the feeling of guilt.
    Τον βασάνιζε το αίσθημα ενοχής.
      I don’t have any guilt, since I warned you.
    Καμία δεν έχω ενοχή, αφού σας προειδοποίησα.
      Everyone has their guilt about something.
    Ο καθένας έχει τις ενοχές του.
  2. η ενοχή, το γεγονός ότι κάποιος έχει κάνει κάτι παράνομο
      There are doubts about his guilt.
    Υπάρχουν αμφιβολίες για την ενοχή του.
      The guilt of the accused in the offense is undeniable.
    Η ενοχή των κατηγορουμένων στο αδίκημα είναι αναμφισβήτητη.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]