Μετάβαση στο περιεχόμενο

investor

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
investor investors

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
investor < invest + -or

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

investor (en)