ire
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ire (en) (μη μετρήσιμο, επίσημο, λογοτεχνικό)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- draw ire: εξοργίζω κάποιον, προκαλώ το μένος, με κριτικάρουν σκληρά
Πηγές
[επεξεργασία]
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ire (la)