palma
Εμφάνιση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]palma (it) θηλυκό
- (δέντρο) ο φοίνικας
- (ανθρώπινο σώμα) η παλάμη του χεριού
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- palma < (κληρονομημένο) λατινική *palamā < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pl̥h₂meh₂ και * pleh₂-. Συγγενή: αρχαία ελληνική παλάμη, αλβανική shpall, αγγλοσαξονική folm
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]palma (la) θηλυκό
- (δέντρο) φοίνικας
- (ανθρώπινο σώμα) η παλάμη του χεριού
- η πλατιά άκρη ή η λεπίδα ενός κουπιού
- (μεταφορικά) νίκη
- (φρούτο) χουρμάς
- (φυτό) αρωματικό φυτό που ευδοκιμεί στην Αφρική και τη Συρία
- κλαδί σε δέντρο, ιδιαίτερα σε αμπέλι
Παράγωγα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | palma | palmae |
γενική | palmae | palmārum |
δοτική | palmae | palmīs |
αιτιατική | palmam | palmās |
κλητική | palma | palmae |
αφαιρετική | palmā | palmīs |
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- palma < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]palma (la) θηλυκό, άλλη μορφή του parma
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | palma | palmae |
γενική | palmae | palmārum |
δοτική | palmae | palmīs |
αιτιατική | palmam | palmās |
κλητική | palma | palmae |
αφαιρετική | palmā | palmīs |
Πηγές
[επεξεργασία]- palma - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Δέντρα (ιταλικά)
- Φυτά (ιταλικά)
- Ανθρώπινο σώμα (ιταλικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα λατινικά (πρωτοϊταλική)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (πρωτοϊταλική)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (λατινικά)
- Λατινική γλώσσα
- Ουσιαστικά (λατινικά)
- Αντίστροφο λεξικό (λατινικά)
- Δέντρα (λατινικά)
- Φυτά (λατινικά)
- Ανθρώπινο σώμα (λατινικά)
- Μεταφορικοί όροι (λατινικά)
- Φρούτα (λατινικά)
- Λατινικά ουσιαστικά Α κλίσης
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (λατινικά)