Μετάβαση στο περιεχόμενο

pit

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pit pits

pit (en)

  1. ο λάκκος
      This pit is shallow and full of water.
    Αυτό το λάκκο είναι αβαθής και γεμάτος νερό.
  2. το κουκούτσι
      a cherry pit - κουκούτσι κερασιού
ενεστώτας pit
γ΄ ενικό ενεστώτα pits
αόριστος pitted
παθητική μετοχή pitted
ενεργητική μετοχή pitting

pit (en)

  • γεμίζω με βαθουλώματα

Εκφράσεις

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pit (ca) αρσενικό