Μετάβαση στο περιεχόμενο

poulet

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
poulet poulets

poulet (fr) αρσενικό