rigida
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rigida | rigidaj |
αιτιατική | rigidan | rigidajn |
rigida (eo)
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rigido | rigidi |
θηλυκό | rigida | rigide |
rigida (it)