Μετάβαση στο περιεχόμενο

rouge

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
rouge rouges

rouge (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (για χρώμα) κόκκινος, ερυθρός
      il est rouge - είναι κόκκινος
      il est devenu tout rouge - έγινε κατακόκκινος
  2. (πολιτική) κομουνιστής ή επαναστάτης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
rouge rouges

rouge (fr) αρσενικό

  1. (χρώμα) το κόκκινο χρώμα
  2. (κατ’ επέκταση) το κόκκινο φανάρι στην κυκλοφορία
      il est passé au rouge - πέρασε με το κόκκινο
  3. (οικείο) το κρασί
      un petit verre de rouge - ένα κρασάκι/ένα ποτηράκι κρασί
  4. rouge à lèvres, rouge - το κραγιόν

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]