Μετάβαση στο περιεχόμενο

scale

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
scale scales

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

scale (en)

  1. (μη μετρήσιμο, ενικός) η κλίμακα, η έκταση του κάτι
      It was corruption on a grand scale.
    Ήταν διαφθορά σε μεγάλη κλίμακα.
      The news quickly became known on a wide scale.
    Η είδηση έγινε ταχύτατα γνωστή σε ευρεία κλίμακα.
      Western consumerism is unsustainable on a global scale.
    Ο δυτικός καταναλωτισμός είναι μη βιώσιμος σε παγκόσμια κλίμακα.
      Companies are borrowing on a massive scale.
    Οι εταιρείες δανείζονται σε τεράστια κλίμακα.
      It was impossible to comprehend the full scale of the disaster.
    Ήταν αδύνατο να κατανοήσει κανείς την πλήρη έκταση της καταστροφής.
      The scale of the problem is difficult to measure.
    Η έκταση του προβλήματος είναι δύσκολο να μετρηθεί.
  2. η κλίμακα, η διαβάθμιση, σειρά αριθμών που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση κάτι
      We evaluate performance on a scale from 1 to 10.
    Αξιολογούμε την απόδοση σε κλίμακα από 1 έως 10.
      There was a seismic shock measuring 5 points on the Richter scale.
    Έγινε σεισμική δόνηση πέντε βαθμών στην κλίμακα Ρίχτερ.
  3. η ζυγαριά
      I weighed myself on the bathroom scale this morning.
    Ζυγίστηκα στην ζυγαριά του μπάνιου το πρωί.
  4. η κλίμακα, η αναλογία που υπάρχει ανάμεσα στο πραγματικό μέγεθος και στο εικονιζόμενο σχέδιο
      a map of the area at a scale of 1 to 5,000 (1:5,000) - χάρτης της περιοχής σε κλίμακα 1 προς 5.000 (1:5.000)
  5. (μουσική) η μουσική κλίμακα, η σκάλα
      a major/minor scale - ελάσσων/μείζων κλίμακα
      I am playing scales on the piano.
    Παίζω κλίμακες στο πιάνο.
  6. το λέπι
      The fish has green scales.
    Το ψάρι έχει πράσινα λέπια.
  7. (μη μετρήσιμο) τα άλατα που περιέχει το νερό και συσσωρεύονται οπουδήποτε
      Scale in the toilet bowl are formed from hard water and can be removed with citric acid.
    Τα άλατα στη λεκάνη της τουαλέτας σχηματίζονται από το σκληρό νερό και μπορούν να απομακρυνθούν με κιτρικό οξύ.
     συνώνυμα: limescale

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

scale (it)

  1. η διαβάθμιση
  2. η κλίμακα
  3. η σκάλα