talk out of
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | talk out of |
γ΄ ενικό ενεστώτα | talks out of |
αόριστος | talked out of |
παθητική μετοχή | talked out of |
ενεργητική μετοχή | talking out of |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]talk out of (en)