verbal
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | verbal | verbaux |
θηλυκό | verbale | verbales |
verbal (fr)
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]verbal (ro)
Επίρρημα
[επεξεργασία]verbal (ro)