όργανο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | όργανο | τα | όργανα |
γενική | του | οργάνου & όργανου |
των | οργάνων |
αιτιατική | το | όργανο | τα | όργανα |
κλητική | όργανο | όργανα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]όργανο < αρχαία ελληνική ὄργανον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *werǵ- (εργάζομαι, δημιουργώ)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]όργανο ουδέτερο
- αυτό που χρησιμεύει στην εκτέλεση μιας εργασίας
- (βιολογία) σύνολο ιστών που αποτελούν οργανική ενότητα και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία σε έναν ζωντανό οργανισμό
- το μάτι είναι το όργανο της όρασης'
- η σφαίρα ευτυχώς δεν έπληξε κανένα ζωτικό όργανο του θύματος
- (μουσική) αντικείμενο που με τον κατάλληλο χειρισμό μπορεί να παραγάγει μουσικούς φθόγγους
- ξέρει να παίζει πιάνο, αλλά και κιθάρα και άλλα έγχορδα όργανα
- το εκκλησιαστικό όργανο
- έντυπο που εκδίδεται από ένα κόμμα και εκφράζει τις πολιτικές του απόψεις
- ο "Ριζοσπάστης" είναι όργανο της ΚΕ του ΚΚΕ
- άνθρωπος που δρα κατόπιν εντολών χωρίς δική του πρωτοβουλία
- το αστυνομικό όργανο, ένας αστυνομικός