Μετάβαση στο περιεχόμενο

convince

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 22:42, 28 Νοεμβρίου 2024 από τον Stephilippou (συζήτηση | συνεισφορές)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
ενεστώτας convince
γ΄ ενικό ενεστώτα convinces
αόριστος convinced
παθητική μετοχή convinced
ενεργητική μετοχή convincing

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kənˈvɪns/

convince (en)

  • πείθω, κάνω επιτυχώς κάποιον να αλλάξει γνώμη
      I convinced him that you are right.
    Τον έπεισα ότι έχεις δίκιο.
      The politician’s bogus promises did not convince the people.
    Οι ψεύτικες υποσχέσεις του πολιτικού δεν έπεισαν τον λαό.
      I am convinced that…
    Είμαι πεισμένος ότι…
      If you have not convinced yourself, how can you convince others?
    Αν δεν έχεις πειστεί ο ίδιος πώς μπορείς να πείσεις τους άλλους;
     συνώνυμα:  bring around, come around, dissuade, persuade, talk into και talk out of