Μετάβαση στο περιεχόμενο

convince

Από Βικιλεξικό
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.
ενεστώτας convince
γ΄ ενικό ενεστώτα convinces
αόριστος convinced
παθητική μετοχή convinced
ενεργητική μετοχή convincing

Προφορά

ΔΦΑ : /kənˈvɪns/

Ρήμα

convince (en)

  • πείθω, κάνω επιτυχώς κάποιον να αλλάξει γνώμη
      I convinced him that you are right.
    Τον έπεισα ότι έχεις δίκιο.
      The politician’s bogus promises did not convince the people.
    Οι ψεύτικες υποσχέσεις του πολιτικού δεν έπεισαν τον λαό.
      I am convinced that…
    Είμαι πεισμένος ότι…
      If you have not convinced yourself, how can you convince others?
    Αν δεν έχεις πειστεί ο ίδιος πώς μπορείς να πείσεις τους άλλους;
     συνώνυμα:  bring around, come around, dissuade, persuade, talk into και talk out of

Πηγές